- ανακρυσταλλώνω
- κρυσταλλώνω εκ νέου, μετατρέπω κάτι ξανά σε κρυστάλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κρυσταλλώνω.ΠΑΡ. ανακρυστάλλωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακρυστάλλωση — η [ανακρυσταλλώνω] η εκ νέου κρυστάλλωση … Dictionary of Greek